- μωμήσηται
- [чтобы] осмеял
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μωμήσηται — μωμάομαι find fault with aor subj mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)